- ακαν,-ανος
- ὁ N 3 0-2-0-0-0=2 2 Kgs 14,9(bis)thistle; neol.; see ἄκανθαCf. WALTERS 1973, 101
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
άκαν — Ονομασία μιας ομάδας συγγενικών λαών που ζουν κυρίως στην Γκάνα, καθώς και σε περιοχές της νοτιοανατολικής Ακτής του Ελεφαντοστού. Οι Α. της Γκάνα αριθμούν πάνω 7.500.000. Οι Α. μιλούν γλώσσες του κλάδου Τβα, της υποοικογένειας Κβα και χωρίζονται … Dictionary of Greek
άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… … Dictionary of Greek